-
1 εὐ-φρόσυνος
εὐ-φρόσυνος, η, ον, froh, εὐφροσύναις ἀοιδαῖς scol. Ath. XV, 694 d; Ep. ad. 73 (aber Nicarch. Anth. Pal. V, 40 steht εἰς ποίην ἀκτὴν εὐφρόσυνον γέγονας, in der Bdtg fröhlich machend) u. Sp., s. Lob. path. 231; – adv., εὐφροσύνως διάγειν Theogn. 766.
См. также в других словарях:
ευφρόσυνος — (16ος αι.). Μοναχός και αγιογράφος από την Κρήτη. Στο μοναστήρι του Διονύσου, στον Άθω, σώζονται πέντε φορητές εικόνες του, με χρονολογία 1542. Οι εικόνες αυτές (Χριστός, Παναγία, Πρόδρομος, Πέτρος και Παύλος) έχουν εξαιρετική σημασία για τη… … Dictionary of Greek